τασκεμπάπ(ι)

τασκεμπάπ(ι)
το
άκλ. (λ. τουρκ.), φαγητό με κρέας και ψιλοκομμένα κρεμμύδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τασκεμπάπ — το, Ν άκλ. είδος εδέσματος το οποίο παρασκευάζεται με κοκκινιστό κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια και με λεπτοκομμένα κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tas kebabi] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”